- βλαστίδιο
- το1. μία από τις αρχικές εμβρυϊκές μορφές των ζώων2. ο ένας πόλος του φυτικού εμβρύου, από τον οποίο θα σχηματιστεί ο βλαστός και τα φύλλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
αμφιβλαστίδιο — το (Βιολ.) στάδιο τής εμβρυϊκής ανάπτυξης και ομώνυμη προνύμφη σπόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < amphiblastula, νεολατιν. επιστημον. όρος < amphi (< λατ. amphi < ελλην. αμφι )* + blastula (πρβλ. βλαστίδιο)] … Dictionary of Greek
εμβρυογένεση — Το σύνολο των διαδικασιών που απαιτούνται για να αναπτυχθεί ένα έμβρυο. Από το γονιμοποιημένο ωάριο έως την εκκόλαψη (ψάρια, ερπετά, αμφίβια, πτηνά) ή τη γέννηση (θηλαστικά) μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα κύτταρα του νέου… … Dictionary of Greek
καρύοψη — Αδιάρρηκτος ξηρός καρπός συνήθως μικρών διαστάσεων, που αποτελείται κυρίως από ένα μικρό σπέρμα επενδεδυμένο με λεπτό περικάρπιο. Κ. είναι, για παράδειγμα, οι καρποί των αγρωστωδών, οι οποίοι περιέχουν σημαντική μάζα αμύλου, το ενδοσπέρμιο, το… … Dictionary of Greek
κολεόπτιλο — το βοτ. μεμβρανώδες ή σαρκώδες περίβλημα που καλύπτει κυρίως το βλαστίδιο τών αγρωστωδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coleoptile < νεολατ. coleoptilum < coleo (πρβλ. κολεο < κολεόν) + ptilum (< πτίλον)] … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
περιβλαστίδιο — το, Ν βιολ. το βλαστίδιο τών αρθροπόδων που χαρακτηρίζεται από περιφερειακό πολυπύρηνο συγκύτιο … Dictionary of Greek
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek